- πάρευνος
- πάρευνοςlying besidemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάρευνος — ον Α 1. αυτός που κοιμάται δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, σύζυγος 2. μτφ. αυτός που βρίσκεται πάντοτε μαζί με κάποιον ή αυτός που είναι πάντοτε κοντά σε κάποιον, ο σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐνή «κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
πάρευνον — πάρευνος lying beside masc/fem acc sg πάρευνος lying beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρευνε — πάρευνος lying beside masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eupareunie — (Ursprung altgriechisch, εὖ = gut, παρά = neben, εὐνή = Lager, Bett; πάρευνος = Bettgefährte) bezeichnet die harmonische Übereinstimmung in der körperlich seelischen Beziehung zwischen Frau und Mann. Im Besonderen ist Eupareunie ein Fachbegriff… … Deutsch Wikipedia
Болезненный половой акт — Для улучшения этой статьи желательно?: Викифицировать статью. Проставить для статьи более точные категории … Википедия
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
παρευνέτις — ιδος, ἡ, Α αυτή που κοιμάται δίπλα σε κάποιον, σύνευνος, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρευνος + επίθημα έτις (πρβλ. ευν έτις)] … Dictionary of Greek
παρευνώμαι — άομαι, Α [πάρευνος] κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, παρευνάζομαι* … Dictionary of Greek
συμπάρευνος — ον, Μ 1. αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον ή δίπλα σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πάρευνος (< παρὰ + ευνή «κρεβάτι»)] … Dictionary of Greek